εφοπλιστικός

εφοπλιστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφοπλιστές: Εφοπλιστικά γραφεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εφοπλιστικός — ή, ό [εφοπλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφοπλισμό ή στον εφοπλιστή («εφοπλιστικές επιχειρήσεις», «εφοπλιστικοί κύκλοι») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”